- ἀπαρόρμητος
- ἀπαρ-όρμητος, ον,A not excitable, Theag. ap. Stob.3.1.116.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απαρόρμητος — η, ο (Α ἀπαρόρμητος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει δεχθεί παρόρμηση από κάποιον για να κάνει κάτι αρχ. αυτός που δεν εξεγείρεται … Dictionary of Greek